[95] μάργος, att. auch 2 Endgn, rasend, wüthend, ἄνδρες, Pind. Ol. 2, 106; unsinnig, Od. 16, 421; thöricht, unbesonnen, μάργην σε ϑεοὶ ϑέσαν, 23, 11; vom Magen, γαστήρ, gierig, gefräßig, 18, 2, wie πάρες τὸ μάργον σῆς γνάϑου Eur. Cycl. 309; μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάϑοις Phryn. bei Schol. Lycophr. 434; λύσσης πνεύματι μάργῳ vrbdt Aesch. Prom. 884; von den Furien, Eum. 67 u. sp. D.; auch in Prosa, ὅπως μήτε ἡδοναῖς τισι πολλαῖς ἅμα καὶ μάργοις προςχρήσεται ὴ κύουσα Plat. Legg. VII, 792 e; Sp.; – wollüstig, üppig, Aesch. Suppl. 741; Ἑλένη, Eur. El. 1027.