μέσφα

[141] μέσφα, poet. = μέχρι, mit μέσος verwandt, bis; c. gen., μέσφ' ἠοῦς, Il. 8, 508 u. häufiger bei sp. D., ἠγορόωντο μέσφ' αὖτις δόρποιο κορεσσάμενοι κατέδαρϑεν, Ap. Rh. 2, 1229; μέσφα μιν οὐράνιον κρύος ὤλεσεν, Alpheus 12 (IX, 95); vgl. Eryc. 7 (X, 558); μέσφα κε δεῖμα χάσσηται, Opp. Hal. 1, 755; auch μέσφ' ἐπί τινα, Antp. Sid. 3 (XII, 97); μέσφα παρά τι, Arat. 399; μέσφα ἐχϑές, Theocr. 2, 144; μέσφα τὰ πρυτανήϊα, Callim. Cer. 129; – absolut, inzwischen, Callim. Lav. Pall. 55.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 141.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: