[182] μίγδα, wie μίγα, gemischt, vermischt; μίγδ' ἄλλοισι ϑεοῖσι, mit den Göttern, Il. 8, 437; ὀστέα σοῦ καὶ Πατρόκλου κεῖται μίγδα, Od. 24, 77; H. h. Cer. 426.