[81] μαθητής, ὁ, der Lernende, Schüler, Her. 4, 77 u. Folgde; Ggstz διδάσκαλος, Plat. Euthyphr. 5 a, u. εὑρετής, Lach. 186 e; vgl. noch ἕνα τῶν μαϑητῶν περὶ ὀρϑότητος ὀνομάτων ἐμὲ γράφου, Crat. 428 b.