[95] μαραυγία, ἡ, das Flimmern vor den Augen, Blendung, τὸ λαμπρὸν φάος μαραυγίαν περιτίϑησι τοῖς ὀφϑαλμοῖς, Archyt. bei Stob. Floril. 1, 81.