[95] μαργάω, wie μαργαίνω, rasend sein, unsinnig wüthen, von heftiger Kampfeswuth, Aesch. Spt. 362; ἀλλ' ἔσχε μαργῶντ' αὐτόν Eur. Phoen. 1156, ὅς νιν φόνου μαργῶντος ἔσχε, Herc. Fur. 1005; auch μαργῶσαν χέρα, Hec. 1128; gierig sein, μαργῶσα γνάϑος, Aesch. frg. 237.