[95] μαργόω, zum μάργος machen, pass., = μαργαίνω, μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυνε Pind. N. 9, 19; μεμαργωμένοι, κυνοϑρασεῖς vrbdt Aesch. Suppl. 739.