[97] μαρτυρέω, Zeuge sein, bezeugen; τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω, Pind. Ol. 6, 21, vgl. I. 4, 54; ϑανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε, Aesch. Ag. 1290, öfter; auch von Sachen, μαρτυρεῖ δέ μοι φᾶρος τόδε, Ch. 1005, vgl. Ag. 480, wie Soph. sagt ποδῶν ἂν ἄρϑρα μαρτυρήσειεν τὰ σά, O. R. 1032, sie dienen zum Zeugniß, zum Beweise; auch absol., τίς ὁ μαρτυρήσων; wer wird Zeuge sein? Aesch. Ag. 1487, wie αὐτὸς ἧν ὁ μαρτυρῶν, Eum. 798; τίς τοι μαρτυρήσει τοῠτ' ἐμοῦ κλύειν, Soph. Tr. 421, öfter; οὐ μαρτυρήσει μ' Ἴσϑμιος Σίνις ποτὲ κτανεῖν ἑαυτόν, Eur. Hipp. 977. – Ebeu so in Prosa; μαρτυρεῖ δέ σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς, Her. 8, 94, μαρτυρέει δέ μου τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος, 4, 29; μαρτυρεῖ τούτοις καὶ Ομηρος, Plat. Gorg. 525 d, τὰ ἐπιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ ὅτι οὕτως εἴρηται, Prot. 344 a; auch c. acc., Etwas bezeugen, Phaedr. 244 d; περί τινος, Apol. 21 a; ὑπέρ τινος, Dem. 29, 54; μαρτυρίαν μαρτυρεῖν, ein Zeugniß ablegen, Is. 12, 25; pass., μαρτυρίαι μαρτυρηϑεῖσαι, 3, 11; μαρτυρεῖται, Plat. Prot. 344 d; μεμαρτύρηται, Lys. 13, 66; so auch pass. μαρτυρήσεται, Xen. Mem. 4, 8, 10. – Sp. auch med. = act., S. Emp. adv. math. 7, 324 u. N. T., wie Act. An. 26, 22. – Bei den K. S. = Märtyrer sein. – Das pass. geht bei Ath. I, 25 e, μαρτυροῦνται καὶ Χῖοι ἐπὶ ὀψαρτυτικῇ, in die Bdtg gelobt werden über, probari; vgl. Luc. am. 45; μαρτυρεῖσϑαι ἐμπειρίαν ἐδόκει, d. i. man bezeugte ihm Erfahrung, Plut. discr. am. et ad. 21 E.