[97] μαρτυρία, ἡ, das Ablegen eines Zeugnisses, das Zeugniß, Διονύσου μαρτυρίῃσιν, Od. 11. 325, Hes. O. 284; Ar. u. in Prosa, τούτου μαρτυρίαν ἱκανήν παρέχεται, Plat. Conv. 179 b; εἰς μαρτυρίαν κληϑέντες, Legg. XI, 937 a; μαρτυρίαν μαρτυρεῖν, Eryx. 399 b, s. μαρτυρέω; μαρτυρίαν γράφειν τινί, Einen zum Ablegen eines Zeugnisses auffordern, Aesch. 1, 45. 47. Vgl. auch μαρτύριον.