[97] μαρτύριον, τό, Zeugniß; Pind. I. 3, 28; μαρτυρίοισι γὰρ τοῖςδ' ἐπιπείϑομαι, Aesch. Ag. 1066, ἐκ Διὸς γὰρ λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν, Eum. 764, μαρτύρια ϑέσϑαι, Her. 8, 55; μέγα δὲ καὶ τόδε μαρτύριον· φαίνεται γάρ, 8, 120, wie Thuc. 1, 8 u. oft; ᾡ πρέπει μαρτυρίῳ χρῆσϑαι, Plat. Conv. 196 e; τὸν στέφανον ἀναϑεῖναι μαρτύριον εἰς τὴν κρίσιν, zum Zeugniß, Legg. XII, 943 c, öfter bei Folgdn, Thom. Mag., zieht es der μαρτυρία vor. – Bei K. S. der Ort, wo die Reliquien eines Märtyrers aufbewahrt werden.