[101] μαυλίς, ίδος, ἡ, 1) = μαυλία. – 2) das Messer, = μάχαιρα, κεφαλῆς ἀπὸ ϑυμὸν ἀράξαι μαυλίδι χαλκείῃ, Nic. Ther. 705; μαύλιες, Epigr. (XV, 25).