[105] μεγαλεῖος, groß, ansehnlich, prächtig, κτῆμα, Xen. Mem. 4, 5, 2; von Menschen, großartig, 4, 1, 4; τὸ μεγαλεῖον τῶν πράξεων, Pol. 3, 87, 5. – Adv., Alexis Ath. IV, 137 d; μεγαλειότερον ἂν τοῖς αὑτοῦ ἐβοήϑησεν, Plat. Theaet. 168 c; μεγαλείως ἐχάρησαν, ἐτίμησαν, Pol. 3, 69, 4. 4, 87, 5; μεγαλειοτέρως, Xen. Hell. 4, 1, 9.