[105] μεγαλ-ηγόρος, großprahlend, μεγάλα μεγαληγόρων κλύων ἀνοσίων ἀνδρῶν, Aesch. Spt. 547; Xen. Cyr. 7, 1, 17 u. Sp. – Long. 8 vom Styl, erhaben. – Adv., Poll. 9, 147.