[110] μεγ-αυχής, ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).