[113] μεθ-οδικός, ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεϑοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεϑοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεϑοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεϑοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεϑοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεϑοδική, die Methodik, Sp.