[120] μελάν-οστος, für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ ϑηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.
Pierer-1857: Melan...