[119] μελανο-πτέρυξ, υγος, = Vorigem; ὄνειρος, Eur. [119] Hec. 71; μελανοπτερύγων κορακίνων, Ar. bei Ath. VII, 308 f.
Pierer-1857: Melano-Polynesischer Archipel · Melano