[120] μελανό-χροος, = μελάγχροος; Od. 19, 246; μελανόχρουν Plut. Arat. 20; γαῖα, Opp. Cyn. 2, 148. Auch gen. μελανόχροος, Nic. Th. 441; u., Plur. μελανόχροες κύαμοι, Il. 13, 589.
Pierer-1857: Melano-Polynesischer Archipel · Melano