[121] μελεδώνη, ἡ, = μελέδη, vgl. μελεδών, Sorge, Kummer; πυκιναὶ δέ μοι ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ ὀξεῖαι μελεδῶναι ὀδυρομένην ἐρέϑουσιν, Od. 19, 517; γυιοβόροι, Hes. O. 66; Sappho bei Hdn. π. μ. λ. 23, 12; Theocr. 21, 5; vom Kummer der Liebe, Agath. 13 (V, 273). – Wartung, Pflege, Hippocr.