μελο-ποιέω

[127] μελο-ποιέω, ein Lied dichten, bes. die Melodie dazu machen, Sp., vgl. Ath. XIV, 632 c Ὅμηρος διὰ τὸ μεμελοποιηκέναι πᾶσαν ἑαυτοῦ τὴν ποίησιν ἀφροντιστὶ τοὺς πολλοὺς ἀκεφάλους ποιεῖ στίχους καὶ λαγάρους, dem nachher προςάγειν πρὸς τὰ ποιήματα μελῳδίαν entspricht.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 127.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: