[132] μεναίχμη, fem. zu μέναιχμος, od. μεναίχμης, den Kampf bestehend, im Kampfe ausharrend; χείρ, Paul. Sil. 49 (VI, 84), χειρὶ μεναίχμῃ; vgl. Anacr. bei Hephaest. p. 90, ὀρσόλοπος Ἄρης φιλέει μεναίχμαν.