μενοινή

[133] μενοινή, ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προϑυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 133.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: