[136] μεσά-στυλον, τό, = μεσόστυλον, Erkl. von μεσόδμαι, Schol. Od. 19, 36. Auch μεσαστύλιον, vgl. Lob. zu Phryn. 195.
Brockhaus-1911: Mesa
Meyers-1905: Mesa [3] · Mesa [2] · Mesa [1]