[141] μεσσηγυ-δορπο-χέστης, ὁ, Hippon. fr. 85 bei Eust. ὃς μεσοῦντος δείπνου πολλάκις ἀποπατεῖ, χέζει, ὡς πάλιν ἐμπίπλασϑαι.