[141] μεστόω, vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώϑη μέγας αἰϑήρ, mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώϑη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσϑαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp.