μετα-κομίζω

[148] μετα-κομίζω, weg u. anderswohin schaffen, μετακομισϑεῖσα εἰς ἀμείνω τινὰ τόπον, Plat. Legg. X, 904 d; ταῦτα εἰς τὴν πατρίδα, Pol. 9, 10, 2; εἰκόνες μετακεκομισμένοι, 40, 8, 10; Hdn. 1, 14, 8; παρ' ἑτέρου πρὸς ἕτερον, Luc. Tim. 21.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 148.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: