[162] μετρέω, messen; πέλαγος μέγα μετρήσαντες, das Meer durchmessen, durchschiffen, Od. 3, 179, wie Ap. Rh. 1, 930; absolut, 2, 915; ἅλα μετρήσασϑαι, Mosch. 2, 153; gew. ab-, ausmessen, Aesch. Ch. 207, ἄνω τε καὶ κάτω τείχη μετρῶν, Eur. Phoen. 188; u. im med., μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάρακτα, Soph. Ai. 5; von der Zeit, μακροὶ παλαιοί τ' ἂν μετρηϑεῖεν χρόνοι, O. R. 561; abmessen, ausmessen, wonach, mit dem dat. des Maaßes, τὴν γῆν ὀργυιῇσι, σταδίοισι, Her. 2, 6 u. öfter; σχοίνοις καὶ παρασάγγαις μετροῦντες, Xen. Cyr. 8, 2, 11; ἀριϑμεῖν δεήσει τἀγαϑὰ καὶ μετρεῖν, Plat. Rep. I, 348 a; δι' ἀριϑμῶν μετρηϑέντα, Phil. 17 d; geradezu zählen, Theocr. 16, 60; vgl. Iac. A. P. p. 47; auch πρὸς ἄλληλα μετρεῖσϑαι, Plat. Polit. 284 d. – Uebertr., τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν, Dem. 18, 296, nach dem Bauche die Glückseligkeit abmessen, abschätzen; vgl. Pol. μετρεῖν πάντα ταῖς τοῠ συμφέροντος ψήφοις, 2, 47, 5; auch πάντα μετρῶν πρὸς τὸ τῆς ἰδίας πατρίδος συμφέρον, 17, 14, 11; ὅςτις πορφύρᾳ καὶ δυναστείᾳ μετρεῖ τὸ εὔδαιμον, Luc. Nigr. 15; – τινί τι, Einem Etwas zumessen, Eur. Rhes. 772, wie Ar. komisch sagt μέτρησον εἰρήνης τί μοι, Ach. 1021; med. sich zumessen lassen, τὰ ἄλφιτα καϑ' ἡμίεκτον μετρούμενοι, Dem. 34, 37; εὖ μετρεῖσϑαι παρὰ γείτονος, sich vom Nachbar als Darlehen richtig zumessen lassen, Hes. O. 351; σῖτον, Plut. Caes. 48.