[186] μιλτόω, mit Röthel oder Mennig bestreichen, roth anstreichen; σχοινίον μεμιλτωμένον, Ar. Ach. 22 (s. μίλτος), μιλτοῦνται πάντες οὗτοι, sie färben sich, Her. 4, 194; μεμιλτωμένῃ χειρί, S. Emp. adv. phys. 2, 126.