[188] μινυνθάδιος, kurz dauernd, kurze Zeit lebend; ἄνϑρωποι δὲ μινυνϑάδιοι τελέϑουσιν, Od. 19, 328; μινυνϑάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσϑαι, Il. 15, 612, vgl. 21, 84; auch μινυνϑάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο, 4, 478; μινυνϑαδιώτερον ἄλγος, 22, 54; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 856.