μινύθω

[188] μινύθω, 1) kleiner machen, vermindern, schwächen; Il. 15, 492, μένος, ἀρετήν, 20, 242, μινύϑεσκον ἔδοντες, Od. 14, 17; Hes. O. 6. – 2) intrans., kleiner werden, hinschwinden, abnehmen; ἔργα ἀνϑρώπων, Il. 16, 392, οἶκοι, 17, 738, wie Hes. O. 242; ῥινός, Od. 12, 46; ἦτορ, 4, 374; ἃ (φρὴν) κλαιομένας μου μινύϑει, Aesch. Spt. 903, δόξαι τακόμεναι μινύϑουσιν ἄτιμοι, Eum. 352; οὐδ' ἄϋπ νοι κρῆναι μινύϑουσι, Soph. O. C. 692; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 286; ὀδυρόμεναι μίνυϑον, Qu. Sm. 3, 406.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 188.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: