[195] μνησι-κακία, ἡ, das Gedenken des erlitten, n Bösen, μετὰ τρεῖς γενεὰς ὀργὴν καὶ μνησικακίαν ἀναφέροντες ὑπὲρ τυραννίδος, Plut., de Her. mal. 22.
Meyers-1905: Kakia