[198] μοιχεύω, = μοιχάω, ein μοιχός sein; intr., Ar. Av. 793, vgl. Nubb. 1059; Xen. Mem. 2, 1, 5; und τινά, z. B. μοιχεύσοντες τὰς Ἀλκμήνας κατέβαινον, Ar. Av. 558; Plat. Rep. II, 360 b; γυναῖκα, Lys. 1, 4. 3, 66 u. A.; μοιχεύειν τὴν ϑάλατταν sagte Callicratds vom Konon, Plut. non posse 18, der es erkl. αἰσχρῶς καὶ κρύφα πειρᾶν καὶ παραβιάζεσϑαι τὴν ϑάλατταν (vgl. μοιχάω); oft bei Sp., wie Luc. – Auch pass., μοιχευομένη ὑπό τινος, Ath. XIII, 578.