[199] μολίβεος, zsgg. μολιβοῠς, bleiern; μολιβῆ σφαῖρα, S. Emp. adv. phys. 2, 160; μολιβᾶς στέγας, D. Sic. 2, 10; εἰς μολιβῆν κεραμίδα, Ath. XIV, 621 a, wo noch die schlechtere Schreibung μολυβῆν steht.