[205] μονό-στολος, allein gesandt, allein kommend, δόρυ, Eur. Phoen. 749; übh. allein, λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός, Alc. 409, wo der Schol. es ἔρημος erkl., ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν μονοστελλομένων πλοίων; einzeln bei sp. D.
Brockhaus-1911: Móno
Meyers-1905: Mono... · Mono
Pierer-1857: Stolos · Mono... · Mono