[207] μορμολύκειον, τό (μορμολύττω), ein Schreckbild, Popanz, Schrecker, Μολοττικοὺς τρέφουσι, μορμολύκεια τοῖς μοιχοῖς, κύνας, Ar. Th. 417; Frg. 97. 187; μὴ δεδιέναι τὸν ϑάνατον ὥςπερ μορμολύκεια, Plat. Phaed. 77 e; Luc. Philops. 25 Tor. 24, oft.