[209] μορφήεις, εσσα, εν, wohlgebildet, schön gestaltet; ἰδεῖν μορφάεις, Pind. I. 6, 22; παῖδες τὸν – γενετῆρα μορφήεντα λίϑου ϑῆκαν, von einer Statue, Ep. ad. 584 (App. 111).