[212] μοχλός, ὁ (mit ὄχος, ὀχλεύς zusammenhangend), Hebebaum, Hebel; μοχλοῖσιν δ' ἄρα τήν γε κατείρυσεν εἰς ἅλα, Od. 5, 261; auch der Baum, mit welchem Odysseus dem Kyklopen das Auge ausbrennt, heißt so, 9, 332; vgl. Eur. Cycl. 629; γυναικείας πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε, Aesch. Ch. 866; ϑύρετρα καὶ σταϑμοὺς μοχλοῖσιν ἐκβαλόντες, Eur. Or. 1473, wie μοχλοῖς ἄραρε κλεῖϑρα, 1571; der Querbalken zum Verriegeln einer Thür, εὖ φυλάσσετε κλείϑροισι καὶ μοχλοῖσι δωμάτων πύλας, Andr. 952; μοχλοὺς ἐμβάλλειν, den Riegel vorschieben, Ar. Th. 415; ὑποβάλλειν ὑπὸ τὰς πύλας, Lys. 428; μοχλοῖς ἀποκλείειν, 487, Ggstz χαλᾶν, 310; αἱ πύλαι τοῦ μοχλοῦ διακοπέντος ἀνεῴγοντο, Thuc. 4, 111; Sp. – Die Gramm. führen auch einen plur. μοχλά an.