μυστιλάομαι

[223] μυστιλάομαι, μυστίλη, μυστίλλω, s. μιστυλάομαι, μιστύλη, μιστύλλω.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 223.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: