[212] μόχθος, ὁ (vgl. μόγος, verwandt mit ἄχϑος u. ὄχϑος), Anstrengung, Mühe; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχϑων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχϑον, P. 2, 30, μόχϑον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχϑον, I. 7, 11, μόχϑων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; μάτην ὁ μόχϑος, Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; ϑήρας μόχϑον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ μόχϑος ϑάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχϑον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Noth, Elend, μυρίοις μόχϑοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; τλάμων ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχϑῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς ϑανοῦσι μόχϑος οὐ προςγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N. T. – Hesych. erkl. πόνος u. κακοπάϑεια.