μᾱρυκάομαι

[97] μᾱρυκάομαι u. μᾱρύκημα, τό, μᾱρύομαι, dor. = μηρυκάομαι u. μηρύκημα, μηρύομαι.

Quelle:
Wilhelm Pape: Handwörterbuch der griechischen Sprache. Braunschweig 31914, Band 2, S. 97.
Lizenz:
Faksimiles:
Kategorien: