[190] μῑσητία, ἡ, Geilheit, Unzucht oder unersättliche Gier; Ar. Av. 1620, Schol. ἡ εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασία, od. allgemein ἀπληστία, Plut. 989, Schol. το εἰς τὰς συνουσίας εὐεπίφορον, vgl. Suid.