[214] μῡθέομαι, sprechen, reden; ὧδε δὲ μυϑέομαι, Il. 7, 76 u. öfter, ὡς σύ γε μοϑεῖαι, Od. 8, 180; προτὶ ὃν μυϑήσατο ϑυμόν, Il. 17, 200; mit folgendem acc. c. inf., οὐκ ἄν με σαόφρονα μυϑήσαιο ἔμμεναι, 21, 462; trans. c. acc., aussprechen, erzählen, nennen, πλῆϑυν δ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυϑήσομαι οὐδ' ὀνομήνω, 2, 488, öfter; οὔτε ϑεοπροπίης ἐμπαζόμεϑ', ἣν σὺ μυϑέαι (für μυϑέεαι), Od. 2, 202; Σκύλλην δ' οὐκέτ' ἐμυϑεόμην, von der Scylla sprach ich nicht mehr, 12, 223; auch μῦϑον μυϑείσϑην, eine Rede halten, 3, 140; πόλιν μυϑέσκοντο πολύχρυσον, Il. 18, 289; ὄνομα μυϑήσομαι, Od. 9, 16; πᾶσαν ἀληϑείην, 11, 507, wie ἀληϑέα oft, die Wahrheit sagen; auch Hes. Th. 28, ἐτήτυμα, Op. 10; νημερτέα, Il. 6, 376, wie νημερτέως, Od. 19, 269; ὄφρα ἕκαστα μυϑήσαιτο, Od. 13, 191; Pind. μυϑήσαιϑ' ὁποίαν εὗρε παγάν, P. 4, 298; ἄπιστα μυϑεῖσϑε, Aesch. Suppl. 274; neben ἐπισκήπτειν, den Befehl aussprechen, Prom. 667; ἀνδρὸς φλαῦρ' ἔπη μυϑουμένου, Soph. Ai. 1141; μυϑήσομαι, 852; sp. D., ἀμοιβαδὶς ἀλλήλοισι μυϑεῦντο, Ap. Rh. 1, 457; – ἐμυϑήϑη ἐπ' ἐμοί, Luc. Philopatr. 1. – Das act. steht bei Democrit. in Stob. Floril. 98, 61, ψευδέα περὶ τοῦ μετὰ τὴν τελευτὴν μυϑέοντες φόβου, was aber Valck. zu Eur. Hipp. v. 191 anzweifelt.