[214] μῡθεύω, = μυϑέομαις λόγοισι μυϑεύουσα, Eur. Herc. Fur. 77; ὡς μεμύϑευται βροτοῖς, Ion 265; Strab. 1, 2, 36 u. Luc. Aber med. μυϑεύονται τοὺς παῖδας έξ Ἄρεως γενέσϑαι, Strab. V, 3, 2; – Eust. erkl. μυϑεύεσϑαι τὸ ψευδῶς λέγειν.