[229] νάπη, ἱ, Waldthal, waldige Thalschlucht; ἔκ τ' ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι καὶ νάπαι, Il. 8, 558. 16, 300; ἐν κοίλᾳ λέοντος νάπᾳ, Pind. I. 3, 12; P. 6, 9; κεκρυμμένη νάπη, Soph. O. R. 1398; διὰ χειμάῤῥου νάπης ἐπήδων, Eur. Bacch. 1091; Ἶδαίαν ἐς νάπαν, Andr. 274, öfter; Ar. Av. 740; Her. 4, 157; ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν καὶ ναπῶν, Plat. Ion 534 b; εἰς τὰς ἐν τοῖς ὄρεσι νάπας ὅσαι κοῖλαι, Legg. VI, 761 b; Xen. An. 4, 5, 15. 5, 2, 31, der auch die andere Form νάπος hat.