[232] ναυσθλόω, = ναυστολέω, überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσϑλοῦσϑε τὸν παῖδα εἰς Ἀϑήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει πῶλος οὐ ναυσϑλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. ναυλόω.