[231] ναυ-κλήριον, τό, Schiff des ναύκληρος, Seefrachtschiff; ὃς μέγιστα ναυκλήρια κέκτηται καὶ κατεσκεύακε τὴν πόλιν αὐτοῖς, Dem. 23, 211; Strab. 5, 3, 5, u. Plut. – Bei Eur. Rhes. 233 wird ναυκλήρια = ναύσταϑμος erkl.
Pierer-1857: Nau [2] · Nau-delle-Colonne · Nau [1] · Kiang-Nau · Nau Rutz