[235] νεαρός, jung, jugendlich; παῖδες, Il. 2, 289; υἱός, Pind. P. 10, 25; auch ἀρετά, I. 7, 47; νεαρὰ ἐξευρόντα, Neues, N. 8, 20; μυελός, Aesch. Ag. 76; ὁ ν., der Knabe, 350. 1485; βρέφος ἔλιπον ἀγκάλαις νεαρὸν τροφοῦ, νεαρὸν ἐν δόμοις, Eur. I. T. 835 u. sp. D.; auch Xen. Cyn. 9, 10; bes. in sp. Prosa, Luc. τῆς ἐπινοίας νεαρώτερον, Zeux. 1., u. adv. νεαρῶς, hist. conscr. 50; Plut. oft, νεαρὰν ποιεῖν τὴν ὄρεξιν, Symp. 6, 2, 2; καὶ πρόσφατος, vom Fleische, frisch, 6, 10, 1; auch übertr., ἐπὶ προσφάτοις καὶ νεαροῖς λόγοι ψευδεῖς συντεϑέντες, Conv. sept. sap. A.; νεαρὸς τὸ ἦϑος neben νέος τὴν ἡλικίαν, Arist. eth. 1, 3, 7.