[236] νεικείω, poet. = νεικέω, w. m. s. Davon hat Hom. νεικείω, Il. 4, 359, νεικείῃσι, 1, 579, νεικείῃ, Od. 17, 189, νείκειον, 22, 26, νεικείεσκε, Il. 2, 221. 4, 241. 19, 86, νεικείειν u. νεικείων.