[250] νεωστί, neuerlich, neuerdings; πάλαι δέδοκται ταῦτα κοὐ νεωστί μοι, Soph. El. 1038; τοὺς νεωστὶ δεσπότας, Eur. Hec. 617; τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, Med. 366, öfter; Her. 2, 49. 6, 40; τοῦ νῦν νεωστὶ ἐπιδημοῦντος, jetzt eben, Plat. Prot. 318 b, öfter; wie nuper auch von einem längern Zeitraume, Gorg. 503 c Περικλέα τουτονὶ τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα, vgl. Heindorf zur Stelle.