[234] νεᾶνις, ιδος, ἡ, ion. νεῆνις, fem. zu νεανίας, jugendlich, das junge Mädchen, die Jungfrau; ἀμφίπολοι χρύσειαι, ζωῇσι νεήνισιν εἰοικυῖαι, Il. 18, 418; παρϑενικῇ εἰκυῖα νεήνιδι, Od. 7, 20; Pind. P. 9, 32; Aesch. Prom. 706 Eum. 917; Soph. Ant. 780; Eur. oft.